Jan Wagner

„Κατά βάθος πιστεύω ότι η ανάγκη για ποίηση είναι οικουμενική· αν ισχύει αυτό, τότε το ακροατήριό της είναι άπειρο, ακόμα και αν το ίδιο δεν γνωρίζει προς το παρόν ότι συνιστά ακροατήριο.“

Από την άλλη, ποια μπορεί να είναι η σχέση του μέσου αναγνώστη με την ποίηση σε μια εποχή αμέτρητων ψηφιακών αντιπερισπασμών;
Νομίζω ότι ένα ποίημα μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος καταφυγίου. Σαν μια πρόσκληση να κάνεις ένα βήμα πίσω από τον καταιγισμό και τη βαβούρα, να μειώσεις ταχύτητα και να στοχαστείς, αποδεχόμενος το κάλεσμα του ποιήματος προς μια καινούργια κι απροσδόκητη οπτική γωνία πάνω στη γλώσσα, τον εαυτό και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Ενα ποίημα είναι πάντοτε ένας τρόπος να σκεφτείς τα πράγματα εκ νέου. Επομένως, συνιστά και έναν μικροσκοπικό αλλά πανίσχυρο φορέα ασυνήθιστης ελευθερίας.

Ενα ποίημα αποτελείται πάντοτε από γλώσσα μορφοποιημένη. Η μορφή και το περιεχόμενό του είναι αλληλοεξαρτώμενα. Είναι κρίσιμο για μένα να έχω όλες τις μορφές και τις παραδοσιακές δομές – όλες δηλαδή τις λεπτομέρειες της τέχνης μου που αφορούν στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία – στο πίσω μέρος του μυαλού μου ώστε να τις επιστρατεύω αν το απαιτεί το υπό επεξεργασία ποίημα. Δεν μιλώ για το να διατηρείς ζωντανή μια παράδοση χάριν του εαυτού της· αντίθετα, όλες αυτές οι δομές (αν μιλάμε για παραδοσιακές δομές), διαθέτουν τη δική τους ομορφιά, τη δική τους γοητευτική δομή, που ενδέχεται να συμβάλλουν στη τελειοποίηση ενός ποιήματος. Πάνω από όλα, είναι ακριβώς το γεγονός ότι η αυστηρότητα και ο περιορισμός μιας συγκεκριμένης φόρμας σε ωθούν να σκάψεις βαθύτερα, να σκεφτείς πλατύτερα, να επιλέξεις διαδρομές που δεν είχαν ληφθεί υπόψη ή που θεωρούνταν αδιανόητες μέχρι αυτή τη στιγμή. Ετσι, παραδόξως, από μια αυστηρή δομική πειθαρχία ενδέχεται να προκύψει μια ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία που θα οδηγήσει στην ομορφότερη στιγμή από όλες: εκείνη όπου ο ποιητής εκπλήσσεται από το ίδιο του το ποίημα.

Όταν το 2015 του απονεμήθηκε το Βραβείο της Λειψίας για το καλύτερο λογοτεχνικό βιβλίο της χρονιάς, ο Γιαν Βάγκνερ έγινε ο πρώτος ποιητής και όχι μυθιστοριογράφος που τιμήθηκε με αυτήν τη διάκριση. Δύο χρόνια αργότερα, το 2017, πρόσθεσε στο παλμαρέ του και το περίβλεπτο Βραβείο Γκέοργκ Μπίχνερ, δοσμένο στο παρελθόν σε λογοτέχνες όπως ο Γκίντερ Γκρας, η Ελφρίντε Γέλινεκ, ο Χάινριχ Μπελ. Από τη μεριά του, ο 47χρονος ποιητής έγραφε το 2011 σε ένα δοκίμιό του, «Ο περίκλειστος χώρος», ότι η ποίηση είναι «το πιο παραμερισμένο, σχεδόν απολησμονημένο λογοτεχνικό είδος», ενώ σε ένα ακόμα, το «Σανδάλι του προφήτη» το 2017 σημείωνε ότι στην καλύτερη περίπτωση η ποίηση αντιμετωπίζεται ως ένας «αξιαγάπητος αναχρονισμός».

(c) Goethe-Institut/Vangelis Patsialos

Μπορείτε να βρείτε όλη τη συνέντευξη στο: www.goethe.de